- άκροτος
- η , ο [ος , ον ] бесшумный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άκροτος — η, ο (Α ἄκροτος, ον) αυτός που δεν παράγει κρότο, αθόρυβος, ακράτητος άρχ. αυτός που δεν χειροκροτήθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κρότος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτία] … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek